- φυλλική
- φυλλικόςof a leaffem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αεροψεκασμός — Ο ψεκασμός που γίνεται με τη βοήθεια αεροψεκαστήρα. Μεγάλη χρήση α. γίνεται στη γεωργία και στη βιομηχανία. Με α. ψεκάζουν όλα τα γεωργικά φάρμακα στις διάφορες καλλιέργειες. Στη βιομηχανία και ειδικότερα στη μεταλλοβιομηχανία, με α.… … Dictionary of Greek
φυλλικός — ή, ό / φυλλικός, ή, όν, ΝΑ [φύλλον] νεοελλ. φρ. «φυλλικό οξύ» (βιοχ.) άλλη ονομασία τού φολικού οξέος αρχ. 1. αυτός ο οποίος ανήκει ή αναφέρεται στο φύλλωμα («βλάστησις φυλλική», Θεόφρ.) 2. όμοιος με φύλλο («φυλλικὸν σφαιρίον») 3. (το αρσ. ως… … Dictionary of Greek